- κανηφόρος
- ος , ον 1. несущий корзину; держащий корзину;2. (η ) архит. канефора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κανηφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφόρος — Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε… … Dictionary of Greek
κανηφόροις — κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut dat pl κανηφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφόρον — κανηφόρος masc/fem acc sg κανηφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφόρου — κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut gen sg κανηφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφόρους — κανήφορος carrying a basket masc/fem acc pl κανηφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφόρων — κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut gen pl κανηφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφόρῳ — κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut dat sg κανηφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφόροι — κανηφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANEPHORUS — ex marmore, Scopae opus, memoratur Plinio, l. 36. c. 5. Is fecit Venerem item Apollinem Palatinum, Vestam sedentem laudatum in Servilianis hortis, duasque chametaeas (alii habent, commotrias) circa eam, quarum pares in Asinii monumentis sunt, ubi … Hofmann J. Lexicon universale
κανηφόρωι — κανηφόρῳ , κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut dat sg κανηφόρῳ , κανηφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)